παραλύω
[paraˈlio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
παραλύω
[paraˈlio]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- erlahmen, erstarrenπαραλύω χέρι, πόδιπαραλύω χέρι, πόδι
- erstarrenπαραλύω από φόβο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαραλύω από φόβο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- zusammenbrechenπαραλύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπαραλύω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- zum Erliegen kommenπαραλύω κυκλοφορίαπαραλύω κυκλοφορία