πίεση
[ˈpiesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Druckαρσενικό | Maskulinum, männlich mπίεση φυσ ιατρική | Medizinιατρ ζόρισμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπίεση φυσ ιατρική | Medizinιατρ ζόρισμα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos