„νερά“: πληθυντικός ουδετέρου νερά [neˈra]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gewässer Gewässerουδέτερο | Neutrum, sächlich n νερά νερά