„μπάζα“: πληθυντικός ουδετέρου μπάζα [ˈbaza]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bauschutt Bauschuttαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπάζα μπάζα