μακροπρόθεσμος
[makroˈproθezmos], μακροπρόθεσμη, μακροπρόθεσμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- langfristigμακροπρόθεσμοςμακροπρόθεσμος
ejemplos
-
- μακροπρόθεσμη λύσηθηλυκό | Femininum, weiblich fDauerlösungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-