„λείπω“: αμετάβατο ρήμα λείπω [ˈlipo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <έλειψα> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) fehlen, abwesend sein, es fehlt an, fehlen, ausstehen fehlen, abwesend sein λείπω απουσιάζω λείπω απουσιάζω es fehlt an+δοτική | +Dativ +dat λείπω δεν έχω λείπω δεν έχω fehlen (σε κάποιον jemandem) λείπω λείπω ausstehen λείπω απάντηση λείπω απάντηση ejemplos λείπει er/sie ist nicht da, er/sie ist weg λείπει λείπει/λείπουν es mangelt (ονομαστική | Nominativnom an+δοτική | +Dativ +dat) λείπει/λείπουν μου λείπει vermissen (ονομαστική | Nominativnom /αιτιατική | Akkusativ akk) μου λείπει μου λείπεις du fehlst mir μου λείπεις ocultar ejemplosmostrar más ejemplos