„κόλαση“: θηλυκό κόλαση [ˈkolasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Hölle Hölleθηλυκό | Femininum, weiblich f κόλαση κόλαση ejemplos οι συμμαθητές του κάνουν τη ζωή κόλαση οικείο | umgangssprachlichοικ seine Klassenkameraden machen ihm das Leben zur Hölle οι συμμαθητές του κάνουν τη ζωή κόλαση οικείο | umgangssprachlichοικ