κρίσιμος
[ˈkrisimos], κρίσιμη, κρίσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κρίσιμος κατάσταση, κ. υγείας
- entscheidendκρίσιμος αποφασιστικόςκρίσιμος αποφασιστικός
ejemplos
- κρίσιμη δοκιμασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fZerreißprobeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κρίσιμη κατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fKrisensituationθηλυκό | Femininum, weiblich f