„κουβαλώ“: μεταβατικό ρήμα κουβαλώ [kuvaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) tragen, bringen, schleppen, herschleppen tragen, bringen κουβαλώ κουβαλώ schleppen, herschleppen κουβαλώ με κόπο κουβαλώ με κόπο