κοραλλιογενής
[koraliojeˈnis], κοραλλιογενής, κοραλλιογενέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- κοραλλιογενής ύφαλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mKorallenbankθηλυκό | Femininum, weiblich fKorallenriffουδέτερο | Neutrum, sächlich n