εργασία
[erɣaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- εργασία
- Werkουδέτερο | Neutrum, sächlich nεργασία έργοεργασία έργο
ejemplos
- εργασία ακριβείαςFeinarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich fPräzisionsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εργασία ανάπτυξηςEntwicklungsarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εργασία γεωγραφίαςErdkundearbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos