επωφελούμαι
[epofeˈlume]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- profitieren (από+γενική | +Genitiv +gen von)επωφελούμαιεπωφελούμαι
- επωφελούμαι εκμεταλλεύομαι
ejemplos
- επωφελούμαι της ευκαιρίαςdie Gelegenheit nutzen