ενίσχυση
[eˈnisçisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Verstärkungθηλυκό | Femininum, weiblich fενίσχυσηενίσχυση
- Bekräftigungθηλυκό | Femininum, weiblich fενίσχυση κάποιου σε μια απόφαση, στη γνώμη τουενίσχυση κάποιου σε μια απόφαση, στη γνώμη του
- Unterstützungθηλυκό | Femininum, weiblich fενίσχυση υποστήριξηενίσχυση υποστήριξη