Verstärkung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ενίσχυσηFemininum, weiblich | θηλυκό fVerstärkung auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILVerstärkung auch | και, επίσηςa. Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL