δρυμός
[ðriˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Eichenwaldαρσενικό | Maskulinum, männlich mδρυμός δάσος από βαλανιδιέςδρυμός δάσος από βαλανιδιές
- Waldαρσενικό | Maskulinum, männlich mδρυμός δάσοςδρυμός δάσος
ejemplos
- εθνικός δρυμόςNationalparkαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Μέλανας ΔρυμόςSchwarzwaldαρσενικό | Maskulinum, männlich m