αστυνομικός
[astinomiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αστυνομική, αστυνομικόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- polizeilichαστυνομικόςαστυνομικός
- Polizei-αστυνομικόςαστυνομικός
ejemplos
- αστυνομική ανακριτήςθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | RechtswesenνομVernehmungsbeamtinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αστυνομική αναφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fPolizeiberichtαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αστυνομική διευθύντριαθηλυκό | Femininum, weiblich fPolizeipräsidentinθηλυκό | Femininum, weiblich fPolizeichefinθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
αστυνομικός
[astinomiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Polizistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαστυνομικόςαστυνομικός