απογευματινός
[apojevmatiˈnos], απογευματινή, απογευματινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Nachmittags-απογευματινόςαπογευματινός
ejemplos
- απογευματινή εφημερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fAbendblattουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- απογευματινή εφημερίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fAbendzeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απογευματινή παράστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fNachmittagsvorstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos