απίστευτος
[aˈpisteftos], απίστευτη, απίστευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unglaublichαπίστευτοςαπίστευτος
ejemplos
- απίστευτη δύναμηθηλυκό | Femininum, weiblich fRiesenkräfteπληθυντικός | Plural pl