αγροτικός
[aɣrotiˈkos], αγροτική, αγροτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- αγροτικός χωριάτικος
- landwirtschaftlich, Agrar-αγροτικός σχετικός με τη γεωργίααγροτικός σχετικός με τη γεωργία
ejemplos
- αγροτική αγοράθηλυκό | Femininum, weiblich fAgrarmarktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- αγροτική εργασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fLandarbeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos