„αγκαλιά“: θηλυκό αγκαλιά [aŋgaˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Umarmung, Arm voll Umarmungθηλυκό | Femininum, weiblich f αγκαλιά αγκαλιά Armαρσενικό | Maskulinum, männlich m voll αγκαλιά ποσότητα αγκαλιά ποσότητα ejemplos στην αγκαλιά im Arm, in den Armen στην αγκαλιά παίρνω κάποιον (στην) αγκαλιά jemanden in die Arme nehmen παίρνω κάποιον (στην) αγκαλιά