άπαχος
[ˈapaxos], άπαχη, άπαχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- άπαχο γάλαουδέτερο | Neutrum, sächlich nMagermilchθηλυκό | Femininum, weiblich ffettarme Milchθηλυκό | Femininum, weiblich f
- άπαχο τυρόπηγμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nMagerquarkαρσενικό | Maskulinum, männlich m