„fettarm“: Adjektiv fettarmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) άπαχος, με λίγα/μειωμένα λιπαρά άπαχος, με λίγα/μειωμένα λιπαρά fettarm fettarm