„zurückströmen“: intransitives Verb zurückströmenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ρέω προς τα πίσω, επιστρέφω μαζικά ρέω προς τα πίσω zurückströmen zurückströmen επιστρέφω μαζικά zurückströmen Menschen zurückströmen Menschen