„zulässig“: Adjektiv zulässigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) επιτρεπτός, ανεκτός επιτρεπτός, ανεκτός zulässig erlaubt zulässig erlaubt