„zeugungsfähig“: Adjektiv zeugungsfähigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ικανός να τεκνοποιήσει ικανός να τεκνοποιήσει zeugungsfähig zeugungsfähig