Würze
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- μπαχαρικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nWürze SpeisewürzeWürze Speisewürze
- καρύκευμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nWürze in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigWürze in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig
- γοητείαFemininum, weiblich | θηλυκό fWürze Reiz in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigWürze Reiz in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig