„Wissensdurst“: Maskulinum, männlich WissensdurstMaskulinum, männlich | αρσενικό m gehobener Sprachgebrauch | εξευγενισμένος τρόπος έκφρασηςgeh Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) δίψα για μάθηση δίψαFemininum, weiblich | θηλυκό f για μάθηση Wissensdurst Wissensdurst