„wirkungslos“: Adjektiv wirkungslosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα μάταιος, χωρίς αποτέλεσμα wirkungslos wirkungslos