„wetterfühlig“: Adjektiv wetterfühligAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ευαίσθητος στον καιρό ευαίσθητος στον καιρό wetterfühlig wetterfühlig