„Weißwein“: Maskulinum, männlich WeißweinMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) άσπρο κρασί, λευκός οίνος άσπρο κρασίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Weißwein λευκός οίνοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Weißwein Weißwein