„Weißbrot“: Neutrum, sächlich WeißbrotNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) άσπρο λευκό ψωμί άσπροoder | ή od λευκό ψωμίNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Weißbrot Weißbrot