„wehrlos“: Adjektiv wehrlosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανυπεράσπιστος, ανίσχυρος ανυπεράσπιστος, ανίσχυρος wehrlos wehrlos