„Warmmiete“: Femininum, weiblich WarmmieteFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ενοίκιο με θέρμανση ενοίκιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με θέρμανση Warmmiete Warmmiete