„Waldweg“: Maskulinum, männlich WaldwegMaskulinum, männlich | αρσενικό m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μονοπάτι στο δάσος μονοπάτιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στο δάσος Waldweg Waldweg