„wahllos“: Adjektiv wahllosAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) χωρίς διάκριση εξαίρεση χωρίς διάκρισηoder | ή od εξαίρεση wahllos wahllos