„Wähler“: Maskulinum, männlich WählerMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> WählerinFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -nen> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ψηφοφόρος, εκλογέας ψηφοφόροςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Wähler εκλογέαςMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Wähler Wähler