„vorsagen“: transitives Verb vorsagentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον ejemplos jemandem etwas vorsagen Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULE ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον jemandem etwas vorsagen Schulwesen | σχολική εκπαίδευσηSCHULE