„vornehm“: Adjektiv vornehmAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) αρχοντικός, αριστοκρατικός αρχοντικός, αριστοκρατικός vornehm vornehm