„verzaubert“: Adjektiv verzaubertAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) μαγεμένος, μεταμορφωμένος, μαγεμένος, γοητευμένος μαγεμένος, μεταμορφωμένος verzaubert verhext verzaubert verhext μαγεμένος, γοητευμένος verzaubert in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig verzaubert in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig