verwaist
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ορφανόςverwaistverwaist
- εγκαταλειμμένοςverwaist in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigverwaist in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig