Verteidigung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- άμυναFemininum, weiblich | θηλυκό f (gegen κατά+Genitiv | +γενική +gen)VerteidigungVerteidigung
- υπεράσπισηFemininum, weiblich | θηλυκό fVerteidigung auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURVerteidigung auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR