versumpfen
intransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- μετατρέπομαι σε έλοςversumpfenversumpfen
- ξενυχτάω πίνονταςversumpfen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigversumpfen in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig