„vernichtend“: Adjektiv vernichtendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εξοντωτικός, καταστρεπτικός εξοντωτικός, καταστρεπτικός vernichtend vernichtend