Verhandlung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- διαπραγμάτευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fVerhandlung das VerhandelnVerhandlung das Verhandeln
- συνεδρίασηFemininum, weiblich | θηλυκό fVerhandlung Rechtswesen | νομικός όροςJURσυζήτησηFemininum, weiblich | θηλυκό fVerhandlung Rechtswesen | νομικός όροςJURVerhandlung Rechtswesen | νομικός όροςJUR