„vereinbaren“: transitives Verb vereinbarentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) συμφωνώ, κάνω μια συμφωνία συμφωνώ, κάνω μια συμφωνία vereinbaren vereinbaren