„Urteilsvermögen“: Neutrum, sächlich UrteilsvermögenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κρίση, ικανότητα για κρίση κρίσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Urteilsvermögen ικανότηταFemininum, weiblich | θηλυκό f για κρίση Urteilsvermögen Urteilsvermögen