„Unikum“: Neutrum, sächlich UnikumNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -ka> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ένας και μοναδικός ένας και μοναδικόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Unikum Person Unikum Person