„ungetrübt“: Adjektiv ungetrübtAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ανόθευτος, αγνός, ανεπισκίαστος, αδιατάραχτος ανόθευτος, αγνός ungetrübt ungetrübt ανεπισκίαστος, αδιατάραχτος ungetrübt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig ungetrübt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig