überreizt
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ξαναμμένος, ξεσηκωμένοςüberreizt zu erregtüberreizt zu erregt
- που είναι σε υπερέντασηüberreizt nervlichüberreizt nervlich