„überfüllt“: Adjektiv überfülltAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) κατάμεστος, υπερπλήρης κατάμεστος, υπερπλήρης überfüllt überfüllt